Η τροφική αλλεργία και η τροφική δυσανεξία είναι δύο όροι που συχνά χρησιμοποιούνται λανθασμένα σαν να είναι το ίδιο πράγμα. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για διαφορετικές καταστάσεις, με διαφορετικούς μηχανισμούς, διαφορετική πρόγνωση και εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση. Η σωστή διάκριση είναι κρίσιμη, γιατί μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο την καθημερινή διατροφή, αλλά και την υγεία — ακόμη και την ασφάλεια — του ατόμου.
Η τροφική αλλεργία είναι μια αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος απέναντι σε μια πρωτεΐνη τροφής, την οποία ο οργανισμός αναγνωρίζει λανθασμένα ως απειλή. Αυτή η διαδικασία είναι συνήθως IgE-μεσολαβούμενη: ειδικά αντισώματα IgE συνδέονται με τα κύτταρα του ανοσοποιητικού και, με την επαφή με το αλλεργιογόνο, προκαλούν απελευθέρωση ισταμίνης και άλλων φλεγμονωδών ουσιών. Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν μέσα σε λίγα λεπτά έως δύο ώρες από την κατανάλωση και να περιλαμβάνουν κνίδωση, πρήξιμο, ερυθρότητα, δύσπνοια, βήχα ή, στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, αναφυλαξία – μια κατάσταση που μπορεί να απειλήσει τη ζωή και απαιτεί άμεση ιατρική αντιμετώπιση. Στην αλλεργία, ακόμη και μικρή ποσότητα του υπεύθυνου τροφίμου μπορεί να προκαλέσει αντίδραση.
Η τροφική δυσανεξία, αντίθετα, δεν εμπλέκει το ανοσοποιητικό σύστημα. Πρόκειται συνήθως για πρόβλημα πέψης ή μεταβολισμού. Σε πολλές περιπτώσεις, το σώμα αδυνατεί να διασπάσει πλήρως κάποια ουσία του τροφίμου, όπως συμβαίνει στη δυσανεξία στη λακτόζη, όπου υπάρχει έλλειψη του ενζύμου λακτάση. Άλλες φορές η δυσανεξία οφείλεται σε ευαισθησία σε φυσικές χημικές ουσίες, όπως η ισταμίνη σε ώριμα τυριά και κρασί, ή σε φαρμακολογικές δράσεις συστατικών, όπως η καφεΐνη. Τα συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται αρκετές ώρες μετά την κατανάλωση και περιλαμβάνουν φούσκωμα, διάρροια, κοιλιακό πόνο, πονοκέφαλο ή αίσθημα κόπωσης. Αν και μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής, οι δυσανεξίες δεν προκαλούν αναφυλαξία.
Μια ιδιαίτερη περίπτωση, που συχνά μπερδεύει τους ασθενείς, είναι η κοιλιοκάκη. Η κοιλιοκάκη δεν είναι ούτε κλασική αλλεργία ούτε απλή δυσανεξία. Πρόκειται για αυτοάνοσο νόσημα, όπου η κατανάλωση γλουτένης (πρωτεΐνης που βρίσκεται στο σιτάρι, το κριθάρι και τη σίκαλη) προκαλεί ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού, οδηγώντας σε φλεγμονή και βλάβη του εντερικού βλεννογόνου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δυσαπορρόφηση θρεπτικών συστατικών και μπορεί να εκδηλωθεί με διάρροια, απώλεια βάρους, αναιμία, οστεοπενία ή πιο άτυπα συμπτώματα, όπως κόπωση και δερματικά εξανθήματα. Η διάγνωση γίνεται με ειδικές αιματολογικές εξετάσεις (αντισώματα όπως anti–TTG και EMA) και επιβεβαιώνεται με ενδοσκοπική βιοψία λεπτού εντέρου. Η μόνη θεραπεία είναι η δια βίου αυστηρή αποφυγή γλουτένης, ακόμα και σε ίχνη. Η κοιλιοκάκη πρέπει να διαφοροποιείται από τη μη-κοιλιοκακική ευαισθησία στη γλουτένη, που έχει παρόμοια συμπτώματα αλλά δεν προκαλεί εντερική βλάβη.
Όσον αφορά τη διάγνωση, η τροφική αλλεργία επιβεβαιώνεται με συνδυασμό ιατρικού ιστορικού, δερματικών δοκιμασιών, ειδικών IgE εξετάσεων και, σε επιλεγμένες περιπτώσεις, δοκιμασίας πρόκλησης υπό ιατρική επίβλεψη. Οι δυσανεξίες διαγιγνώσκονται ανάλογα με τον μηχανισμό, π.χ. με δοκιμασίες αναπνοής για λακτόζη ή φρουκτόζη, ή με καταγραφή συμπτωμάτων μετά από αποκλεισμό και επανεισαγωγή τροφών.
Εδώ πρέπει να τονιστεί μια συχνή παγίδα: οι λεγόμενες “εξετάσεις δυσανεξίας” που μετρούν αντισώματα IgG σε τρόφιμα δεν έχουν καμία επιστημονική τεκμηρίωση και δεν συνιστώνται από διεθνείς ιατρικές εταιρείες. Η παρουσία IgG δείχνει μόνο ότι το άτομο έχει εκτεθεί σε μια τροφή, όχι ότι την “ανέχεται” ή την “μη ανέχεται”. Η χρήση αυτών των τεστ οδηγεί συχνά σε αυθαίρετες διατροφές με περιττούς περιορισμούς και πιθανές διατροφικές ελλείψεις.
Η ουσία είναι ότι η σωστή διάγνωση απαιτεί αξιολόγηση από εξειδικευμένο αλλεργιολόγο ή γαστρεντερολόγο, ώστε να αποφευχθούν λάθη που μπορεί να κοστίσουν είτε την υγεία είτε την ποιότητα ζωής. Στην αλλεργία, η αυστηρή αποφυγή είναι απαραίτητη και, σε σοβαρές περιπτώσεις, η διαθεσιμότητα αυτοενιέμενης αδρεναλίνης είναι σωτήρια. Στις δυσανεξίες, η διατροφή μπορεί να προσαρμοστεί ώστε να επιτρέπει μικρές ποσότητες του υπεύθυνου τροφίμου, ανάλογα με την ατομική αντοχή. Στην κοιλιοκάκη, η αποφυγή είναι απόλυτη και δια βίου, για να προληφθούν οι σοβαρές μακροχρόνιες επιπλοκές.