Τα τελευταία χρόνια, ο όρος “δυσανεξία στην ισταμίνη” έχει κερδίσει σημαντική προσοχή, τόσο από τα μέσα ενημέρωσης όσο και από το ευρύ κοινό. Πολλοί ασθενείς αναφέρουν συμπτώματα όπως πονοκέφαλο ή ημικρανία, ερυθρότητα στο δέρμα και εξάψεις, κνησμό ή εξανθήματα, ρινική συμφόρηση, κοιλιακό άλγος, διάρροια, φούσκωμα ή αίσθημα παλμών και τα αποδίδουν σε αυξημένα επίπεδα ισταμίνης στον οργανισμό τους. Είναι αλήθεια ότι η ισταμίνη παίζει σημαντικό ρόλο σε πολλές λειτουργίες του σώματος: από την άμυνα του ανοσοποιητικού και τις φλεγμονώδεις αντιδράσεις, μέχρι τη ρύθμιση της πέψης και της αιματικής ροής.
Ωστόσο, τα παραπάνω συμπτώματα δεν είναι ειδικά και μπορούν να εμφανιστούν σε πληθώρα άλλων καταστάσεων — από αλλεργίες και τροφικές δυσανεξίες, μέχρι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, ενδοκρινολογικές ή καρδιαγγειακές παθήσεις. Αυτό σημαίνει ότι η βιαστική απόδοση τους στη “δυσανεξία στην ισταμίνη” ενέχει τον κίνδυνο λανθασμένης διάγνωσης ή καθυστέρησης στον εντοπισμό μιας σοβαρότερης υποκείμενης αιτίας.
Λίγη ιστορία
Η ιδέα της δυσανεξίας στην ισταμίνη αναδείχθηκε κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες και βασίζεται στην υπόθεση ότι, σε ορισμένα άτομα, η μειωμένη δραστηριότητα ενός ενζύμου που ονομάζεται διαμινοξειδάση (DAO) δυσκολεύει την αποδόμηση της ισταμίνης που προσλαμβάνουμε από τη διατροφή. Έτσι, η ισταμίνη μπορεί να συσσωρεύεται και να προκαλεί ποικίλα συμπτώματα. Παρά την ευρεία διάδοση αυτής της θεωρίας, η διάγνωση της δυσανεξίας στην ισταμίνη δεν έχει ακόμη τυποποιηθεί και δεν αναγνωρίζεται επίσημα σε όλες τις ιατρικές κατευθυντήριες οδηγίες.
Τι γνωρίζουμε από την επιστήμη
Η ισταμίνη στον οργανισμό μεταβολίζεται κυρίως από δύο ένζυμα: τη διαμινοξειδάση (DAO) και τη μεθυλτρανσφεράση της ισταμίνης (HNMT). Η μειωμένη δραστηριότητα DAO μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες, σε φάρμακα που την αναστέλλουν ή σε παθήσεις που επηρεάζουν το έντερο, όπου γίνεται η κύρια διάσπαση της τροφικής ισταμίνης.
Μερικές μικρές μελέτες υποστηρίζουν ότι η λήψη DAO σε μορφή συμπληρώματος ή η δίαιτα χαμηλής ισταμίνης μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα σε ορισμένους ασθενείς. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά δεν έχουν επιβεβαιωθεί με συνέπεια σε μεγάλες, καλά σχεδιασμένες κλινικές δοκιμές. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μελέτες βασίζονται σε αυτοαναφερόμενα συμπτώματα, χωρίς αντικειμενικούς βιοδείκτες, γεγονός που μειώνει την αξιοπιστία των συμπερασμάτων.
Τα προβλήματα στη διάγνωση
Ένα βασικό εμπόδιο είναι ότι δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτό και αξιόπιστο διαγνωστικό τεστ. Η μέτρηση DAO στο αίμα, που χρησιμοποιείται συχνά, δεν αντικατοπτρίζει πάντα την πραγματική ενζυμική δραστηριότητα στο έντερο.
Επιπλέον, τα συμπτώματα της ισταμίνης είναι μη ειδικά και επικαλύπτονται με εκείνα πολλών άλλων νοσημάτων. Οι δοκιμές πρόκλησης με ισταμίνη σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα, όπου οι ασθενείς εκτίθενται σε ισταμίνη ή τρόφιμα που την περιέχουν χωρίς να το γνωρίζουν, συχνά δεν καταφέρνουν να αναπαράγουν τα συμπτώματα με συνέπεια. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι συμμετέχοντες αναφέρουν συμπτώματα ακόμη και όταν δεν υπάρχει ισταμίνη, φαινόμενο που αποδίδεται σε μηχανισμούς όπως το “nocebo effect”.
Διαφορετικές απόψεις
Η ιατρική κοινότητα είναι διχασμένη. Ορισμένοι γιατροί και ερευνητές θεωρούν τη δυσανεξία στην ισταμίνη υποτιμημένη και πιστεύουν ότι η κλινική εμπειρία δείχνει σαφή σύνδεση μεταξύ διατροφής και συμπτωμάτων. Υποστηρίζουν ότι, όπως συνέβη με άλλες παθήσεις που χρειάστηκαν χρόνια για να αναγνωριστούν (π.χ. κοιλιοκάκη), η επιστήμη μπορεί στο μέλλον να αποσαφηνίσει τους μηχανισμούς και να τυποποιήσει τη διάγνωση.
Άλλοι, αντίθετα, παραμένουν επιφυλακτικοί και τονίζουν ότι η δυσανεξία στην ισταμίνη συχνά χρησιμοποιείται ως “διάγνωση αποκλεισμού” χωρίς επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση. Θεωρούν ότι μεγάλο μέρος των περιπτώσεων μπορεί να οφείλεται σε άλλες παθολογικές καταστάσεις, που παραμένουν αδιάγνωστες όταν δεν γίνεται ολοκληρωμένος έλεγχος.
Τι σημαίνει αυτό για εσάς
Αν υποψιάζεστε ότι έχετε δυσανεξία στην ισταμίνη, το πρώτο και σημαντικότερο βήμα είναι η πλήρης ιατρική αξιολόγηση από ειδικό, όπως αλλεργιολόγο ή γαστρεντερολόγο. Μέσα από λεπτομερή κλινική εξέταση και, όπου χρειάζεται, εξειδικευμένες εξετάσεις, μπορεί να αποκλειστούν άλλες πιθανές αιτίες των συμπτωμάτων σας.
Αν πράγματι υπάρχει υποψία δυσανεξίας, η δίαιτα χαμηλής ισταμίνης μπορεί να δοκιμαστεί για περιορισμένο διάστημα, πάντα υπό καθοδήγηση, ώστε να αποφεύγονται άσκοποι ή επιβλαβείς διατροφικοί περιορισμοί.